ἔφαγε

ἔφαγε
ἐσθίω
eat
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα τὸν βοῦν ἔφαγε κεἰς τὴν οὐρὰν ἀπεκάμεν. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η …   Dictionary of Greek

  • собаку съел, только хвостом подавился — Съел волк кобылу, да дровнями подавился. Переплыл море, да в луже утонул. Хорошо затянул (песню) да вынося осекся (утомился) иноск.: о звуке или деле, на самом конце неудавшемся Ср. La coda è la più cattiva a scorticare. С хвоста снять шкуру… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Собаку съел, только хвостом подавился — Собаку съѣлъ, только хвостомъ подавился. Съѣлъ волкъ кобылу, да дровнями подавился. Переплылъ море, да въ лужѣ утонулъ. Хорошо затянулъ (пѣсню) да вынося осѣкся (утомился) иноск. о звукѣ или дѣлѣ, на самомъ концѣ неудавшемся. Ср. La coda è la più …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλο — το, Ν 1. χαλίκι, σκύρο 2. βότσαλο, κροκάλη 3. φρ. α) «έφαγε τα τρόχαλα» μτφ. κατέβαλε επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, χάλασε τον κόσμο β) «έφαγε τρόχαλα και χαλινάρι» μτφ. έκανε πολλούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε από το πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”